αιακτος

αιακτος
    αἰακτός
    3
    [adj. verb. к αἰάζω См. αιαζω]
    1) оплакиваемый Aesch.
    

ἐκεῖνο δ΄ αἰακτὸν ἂν γένοιτό μοι Arph. — это было бы для меня весьма прискорбно

    2) плачущий, скорбящий Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιακτος" в других словарях:

  • αιακτός — αἰακτός, ή, όν (Α) [αἰάζω] 1. ο άξιος θρήνου, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος 2. αυτός που θρηνεί, ο δυστυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • αἰακτός — lamentable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰακτά — αἰακτός lamentable neut nom/voc/acc pl αἰακτά̱ , αἰακτός lamentable fem nom/voc/acc dual αἰακτά̱ , αἰακτός lamentable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰακτόν — αἰακτός lamentable masc acc sg αἰακτός lamentable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰακτᾷ — αἰακτός lamentable fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰακτῷ — αἰακτός lamentable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι …   Dictionary of Greek

  • φιλαίακτος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης 2. συνεκδ. αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»] …   Dictionary of Greek

  • αἰακτάν — αἰακτά̱ν , αἰακτός lamentable fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»